- δικαιολογίας
- δικαιολογίᾱς , δικαιολογίαplea in justificationfem acc plδικαιολογίᾱς , δικαιολογίαplea in justificationfem gen sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αστροφυσική — Κλάδος της αστρονομίας που εξετάζει τη χημική σύνθεση και τη φυσική κατάσταση των ουράνιων σωμάτων, τη θερμοκρασία και τη σύσταση της ατμόσφαιράς τους, την ένταση και την ανάλυση του φωτός τους και, γενικότερα, αναπτύσσει μεθόδους για την… … Dictionary of Greek
παρεύρεση — η / παρεύρεσις, έσεως, και παρεύρησις, ήσεως, ΝΑ [παρευρίσκω] νεοελλ. το να βρίσκεται κανείς κάπου, η παρουσία αρχ. 1. επινόηση ψευδούς δικαιολογίας, πρόφαση, πρόσχημα 2. απάτη, ψευτιά … Dictionary of Greek
φιλελευθερισμός — Οικονομική θεωρία που κηρύσσει την αποχή του κράτους από κάθε επιτακτική επέμβαση στην οικονομική ζωή και στον σχηματισμό των τιμών. Ο φ. συνδυάζεται συνήθως με τη φιλελεύθερη πολιτική αντίληψη και στην πραγματικότητα και η μία και η άλλη… … Dictionary of Greek